Η παραγωγή βιολογικών προϊόντων τόσο σε πανελλαδικό επίπεδο όσο και στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας κατά την τελευταία τριετία παρουσιάζει αυξητικές τάσεις σε ό,τι αφορά στον αριθμό και στο μέγεθος των επιχειρήσεων αλλά και τον κύκλο εργασιών της εγχώριας αγοράς των βιολογικών τροφίμων.
Η εικόνα που παρουσιάζει ο κλάδος των επιχειρήσεων του δευτερογενή τομέα σε επίπεδο χώρας είναι το σχετικά μικρό μέγεθός του όσον αφορά τον αριθμό αλλά και το μέγεθος των επιχειρήσεων, με χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης και μεγάλη διασπορά μεριδίων. Στην περιοχή της Κ. Μακεδονίας πιστοποιήθηκαν περισσότερες από 100 παρασκευαστικές επιχειρήσεις και ελάχιστοι εισαγωγείς. Οι περισσότερες είναι ατομικές, μικρού μεγέθους και οικογενειακού χαρακτήρα με σχετικά χαμηλό ετήσιο κύκλο εργασιών. Λίγες είναι οι μεγάλου μεγέθους εταιρείες οι περισσότερες από τις οποίες ασκούν παράλληλη παραγωγή (και συμβατικά προϊόντα) και στην πλειοψηφία τους έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό. Η είσοδος μιας επιχείρησης στον τομέα των βιολογικών προϊόντων είναι πολύπλοκη και απαιτητική διαδικασία. Ο τομέας της μεταποίησης βιολογικών προϊόντων απαιτεί ένταση κεφαλαίου για επενδύσεις σε εγκαταστάσεις, δίκτυα πωλήσεων και προώθηση (διαφημιστική προβολή), γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες στρατηγικών κινήσεων από τις μικρές επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου λίγες είναι οι μονάδες που καταφέρνουν να παρακολουθήσουν τις ανάγκες της αγοράς και να ανταποκρίνονται με επάρκεια στην κάλυψή τους.
Ανάμεσα στα κριτήρια επιλογής των καλλιεργούμενων ειδών συμπεριλαμβάνονται η παραδοσιακά υφιστάμενη καλλιέργεια, η ζήτηση του προϊόντος από μεταποιητές ή εμπόρους, η ευκολία της καλλιέργειας, η τιμή του τελικού προϊόντος και η επιδότηση. Προβλήματα που αντιμετωπίζονται κατά την παραγωγική διαδικασία είναι οι δυσκολίες κατανόησης και εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού, δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών των καλλιεργειών σε θρεπτικά στοιχεία, η επάρκεια αλλά και το κόστος των μέσων φυτοπροστασίας και η απουσία αναπτυγμένου δικτύου διανομής. Οι εμπλεκόμενοι στον πρωτογενή τομέα θεωρούν σημαντική την παραγωγή βιολογικών προϊόντων διότι, αποτελεί μια εναλλακτική πηγή εισοδήματος, είναι μέθοδος φιλική προς το περιβάλλον, υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση βιολογικών προϊόντων, μπορεί να αυξήσει τις θέσεις εργασίας και τέλος μπορεί να συνδυαστεί με άλλες πηγές εισοδήματος όπως ο αγροτουρισμός. Οι παραγωγοί για τη βελτίωση της κατάστασης επιζητούν την εκπαίδευση τους από εξειδικευμένους επιστήμονες, την καλύτερη ενημέρωση τους από την επιστημονική κοινότητα και τις κρατικές υπηρεσίες και την ύπαρξη περισσότερων εναλλακτικών λύσεων στην προμήθεια πρώτων και βοηθητικών υλών για την παραγωγή.
Οι παραγωγοί πιστεύουν ότι για την προώθηση των βιολογικών προϊόντων σημαντική συμβολή έχει το γεγονός ότι παράγονται με τρόπο που δεν επιβαρύνει το περιβάλλον, ότι είναι ανώτερα από πλευράς «υγιεινής» και θρεπτικής αξίας και ότι είναι μέρος των νέων διατροφικών συνηθειών. Ανάμεσα στους παράγοντες που δυσχεραίνουν την προώθηση των βιολογικών προϊόντων οι παραγωγοί τονίζουν την έλλειψη ενημέρωσης των καταναλωτών, την έλλειψη τυποποίησης και συσκευασίας, την υψηλή τιμή πώλησης και την αξιοπιστία της πιστοποίησης η οποία υποθάλπει την καχυποψία των καταναλωτών. Ενώ για να ενισχυθεί η προώθηση τους πρέπει να γίνει συντονισμένη προσπάθεια ενημέρωσης των καταναλωτών σε εθνικό επίπεδο από τα Μ.Μ.Ε., να προσφερθούν μεγαλύτεροι χώροι στα ράφια των S/M, να ενημερωθούν οι καταναλωτές σε τοπικό επίπεδο για τα τοπικά βιολογικά προϊόντα, να αναπτυχθούν τα δίκτυα εξειδικευμένων λαϊκών αγορών και εξειδικευμένων καταστημάτων, να προωθηθεί η τυποποίηση και η συσκευασία, να επιτευχθούν τιμές πώλησης πιο κοντά σε εκείνες των συμβατικών, να περιοριστούν οι απώλειες κατά τους διάφορους χειρισμούς (π.χ. μεταφορά, συντήρηση, αποθήκευση).
Η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας μπορεί να είναι πηγή εσόδων σε περιοχές που αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα χαμηλού εισοδήματος και ανεργίας. Σε εθνικό επίπεδο τα βιολογικά προϊόντα φυτικής παραγωγής διανύουν το στάδιο της ανάπτυξης ενώ τα προϊόντα της ζωικής παραγωγής βρίσκονται στο στάδιο της εισαγωγής τους στην αγορά. Το μέγεθος της ελληνικής αγοράς βιολογικών προϊόντων σύμφωνα με τα διαθέσιμα επίσημα στοιχεία εκτιμάται σε € 39,8 εκατ. για το έτος 2005. Οι εισαγωγικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα παρουσιάζουν αύξηση πωλήσεων που για την περίοδο 2004 διαμορφώνεται στο 22,5% με τζίρο € 63,5 εκατ. με την παρατήρηση ότι περιλαμβάνει και άλλα προϊόντα πέρα από τα βιολογικά. Οι πωλήσεις των εισαγωγέων που προήλθαν αποκλειστικά από βιολογικά προϊόντα εκτιμώνται στο ύψος των € 18,6 εκατ. καλύπτοντας ποσοστό 30% επί των συνολικών πωλήσεων. Η εκτίμηση της αύξησης της αξίας της εγχώριας αγοράς βιολογικών τροφίμων για την περίοδο 2005-6, ανέρχεται στο 30%. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής αγοράς βιολογικών προϊόντων είναι ένας από τους υψηλότερους στην Ε.Ε. καθώς άλλες ευρωπαϊκές αγορές είναι ήδη διαμορφωμένες. Όσον αφορά το ποσοστό των βιολογικών προϊόντων στο σύνολο της κατανάλωσης αλλά και η παρουσία τους σε σημαντικά κανάλια διάθεσης παραμένει σε χαμηλότερα από τα μέσα επίπεδα της Ε.Ε.
Τα διατροφικά σκάνδαλα, το ζήτημα της ασφάλειας των τροφίμων, οι ανησυχίες των καταναλωτών για την υγεία τους αλλά και σε μικρότερο βαθμό περιβαλλοντικές ευαισθησίες συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων οι οποίοι επηρεάζουν τη ζήτηση των βιολογικών προϊόντων. Το προφίλ του μέσου Έλληνα καταναλωτή βιολογικών προϊόντων είναι άτομα νεαρής ηλικίας με ανώτερη μόρφωση και κυρίως γυναίκες, ενώ η απόφαση για αγορά βιολογικών προϊόντων επηρεάζεται κυρίως από την ύπαρξη παιδιών στην οικογένεια και το οικογενειακό εισόδημα. Τα προϊόντα που συνήθως αγοράζουν είναι τομάτες, λαχανικά, ελιές και λάδι, πορτοκάλια, πατάτες, κρασί, χυμοί και ζυμαρικά, φρούτα και ψωμί. Κύρια πηγή πληροφόρησης για τα βιολογικά προϊόντα αναφέρεται το κοινωνικό περιβάλλον και η οικογένεια, ενώ ακολουθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μερίδα καταναλωτών εμφανίζουν καχυποψία από για το πόσο μπορούν να εμπιστεύονται τα πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά αλλά και δυσφορία για τις τιμές πώλησής τους με διαφορές που κυμαίνονται για τα προϊόντα φυτικής παραγωγής μεταξύ 20-100% σε σχέση με ομοειδή συμβατικά ενώ για προϊόντα ζωικής παραγωγής η διαφορά μπορεί να φτάσει μέχρι και το 300%.
Οι ίδιες αυξητικές τάσεις αλλά με μεγαλύτερη ένταση παρουσιάζονται στην αγορά των βιολογικών προϊόντων τόσο σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο. Η κατάργηση των συνόρων δίνει τη δυνατότητα σε παραγωγούς βιολογικών προϊόντων των νεοεισερχόμενων στην ΕΕ χωρών να προωθήσουν τα είδη τους σε μια μεγάλη και οργανωμένη κοινή αγορά χωρίς εμπόδια και σε ανταγωνιστικές τιμές. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κλάδου των βιολογικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά διαδραματίζουν τα διάφορα κανάλια διανομής, η διεύρυνση των οποίων είναι συνεχής. Σημαντική είναι η ανάπτυξη της κατ’ οίκον παράδοσης προϊόντων. Βρετανική εταιρεία που δραστηριοποιείται σε αυτόν τον τομέα διπλασίασε το πελατολόγιό της μέσα στο 2004! Παράλληλα με τις κλασικές αγορές αναπτύσσονται και νέες καινοτόμες δραστηριότητες στον τομέα αυτό δημιουργώντας νέα πεδία επιχειρηματικότητας αυξάνοντας την προστιθέμενη αξία των προϊόντων. Παρατηρείται έτσι αύξηση του αριθμού εστιατορίων και των εταιρειών catering που δραστηριοποιούνται στον τομέα των βιολογικών προϊόντων, ενώ η επιλογή τους από νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς και κυλικεία σχολείων δημιουργούν διαρκώς νέες αγορές για τα προϊόντα αυτά. Ο αριθμός των εξειδικευμένων S/M αυξάνει συνεχώς, καθώς επίσης δεν είναι λίγες οι βιολογικές φάρμες που πωλούν και προωθούν τα προϊόντα τους απ’ ευθείας στον καταναλωτή μέσω των δικών τους πρατηρίων.
Η πρόταση της a Cert για την βιώσιμη ανάπτυξη περιλαμβάνει:
• Ολοκληρωμένη προσέγγιση της αναπτυξιακής προοπτικής του αγροτικού χώρου της Κεντρικής Μακεδονίας με σκοπό την εφαρμογή ενός εναλλακτικού αναπτυξιακού μοντέλου που υποστηρίζει την επιχειρηματικότητα και τη δικτύωση στην παραγωγή, τυποποίηση, μεταποίηση και εμπορία βιολογικών προϊόντων φυτικής και ζωικής προέλευσης.
• Ενίσχυση της δικτύωσης των φορέων, του εξαγωγικού προσανατολισμού και διαμόρφωση επιχειρηματικών δομών για ενίσχυση ή προσέλκυση επενδύσεων στο χώρο της βιολογικής γεωργίας.
• Ανάπτυξη δράσεων υποστήριξης (συνεχής επαγγελματική εκπαίδευση, εξειδικευμένη συμβουλευτική στήριξη, αξιόπιστος έλεγχος και πιστοποίηση, εξασφάλιση της χρηματοοικονομικής ενίσχυσης, εκμετάλλευση της προστιθέμενης αξίας των νέων μεθόδων και τεχνολογιών) και της ευρύτερης κινητοποίησης των δυνάμεων της τοπικής κοινωνίας.
• Ανάδειξη της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας σε σημαντική πηγή εισοδήματος για το σύνολο των εμπλεκομένων, συμβάλλοντας σε μια προοπτική ποιότητας και βιώσιμης ανάπτυξης.
• Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των τοπικών βιολογικών προϊόντων. Η ανταγωνιστικότητα αυτή θα επιτυγχάνεται μέσο της «εκλογιμότητας» των προϊόντων δίνοντας έμφαση στην Ποιότητα μέσω της προώθησης και της καθιέρωσης συστημάτων πιστοποίησης ποιότητας και ελέγχου στην τυποποίηση και μεταποίηση βιολογικών προϊόντων (ISO 9001, ISO 22000, HACCP, IFS, BRC κλπ.). Παράλληλα, απαιτείται η λήψη μέτρων για την ενίσχυση της αξιοπιστίας του μηχανισμού πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων.
Απόστολος Βρεττός
Διευθυντής Μάρκετινγκ και Πωλήσεων
a Cert, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πιστοποίησης Α.Ε.
Τήλου 2, 54638, Θεσσαλονίκη
Τηλ. 2310 210 777, Fax 2310 210 417
website: www.a-cert.org
e-mail:
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από κακόβουλη χρήση. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε την Javascript για να τη δείτε.